- ελευθερόγλωσσος
- -η, -ο (Α ἐλευθερόγλωσσος, -ον)ελευθερόστομος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελευθερόγλωσσος — η, ο ο ελευθερόστομος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλευθερόγλωσσοι — ἐλευθερόγλωσσος free of speech masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ελευθερόστομος — η, ο επίρρ. α που λέει τη γνώμη του ελεύθερα και ειλικρινά, ελευθερόγλωσσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)